quarta-feira

.

9178


Όλα τα μέσα μεταφοράς είναι δικά μου κι ολόδικά μου. Μου ανήκουν τα τρένα και τα λεωφορεία και τα αυτοκίνητα και τα ποδήλατα και τα πλοία και τα αεροπλάνα πιο πολύ απ' όλα, εγώ τα κατευθύνω, τους αλλάζω τις πορείες. Όταν είμαστε μαζί πάντα κάτι μας κάνει να ξεχωρίζουμε. Σαν εκείνη τη νύχτα στο ΚΤΕΛ που καθόμασταν στις θέσεις 55 και 56 κι απο όλους τους δυο ορόφους μόνο τα δικά μας φωτάκια δεν έσβηναν. Χαλασμένα να μας τυφλώνουν κι όλοι οι υπόλοιποι να κοιμούνται με την ησυχία τους κι εμείς φωτισμένοι λες και το όχημα ήθελε να μας δείξει πόσο ξεχωριστούς μας νιώθει. Εγώ όμως είμαι το κορίτσι του μπαμπα μου κι όλα τα φτιάχνω κι έκοψα εκείνο το χαρτί απο τα εισητήρια και το βαλα πάνω και προσπαθούσα να το σφηνώσω πάνω στο φως αλλά δε σφήνωνε και σου λέω πάντα οι άνθρωποι πρέπει να κυκλοφορούν με μια κολλητική ταινία γιατί αν είχαμε θα μπορούσαμε να κοιμηθούμε ήσυχοι κι εμείς, όμως μην μου αγχώνεσαι εσύ αφού σου είπα είμαι το κορίτσι του μπαμπά μου, και σκέφτηκα δύο δευτερόλεπτα και προσευχήθηκα στον αγιο χολμπορν κι εκείνος μου θύμισε τα δυο κομματάκια ταινίας που έχει και τα ξεκόλλησα απο κει και τα κόλλησα πάνω στο χαρτάκι κι όλο μαζί πάνω στο φως και έτσι σβήσαμε κι εμείς το φως που μας ενοχλούσε,κι έτσι περήφανη με την υπέροχη πατέντα μου σε κοίμησα κι έμεινα εκεί να σε φυλάω να μην κρυώσεις να μην πιαστείς να μην ροχαλίσεις δυνατά. Ξύπνησα νωρίς σήμερα και δεν το ήθελα. Κατούρησα και είμαι γυναίκα κανονική και χάνω αίμα και είμαι περήφανη και το στέλνω στο διάολο μέσα στα σιφώνια, ξουτ αίμα, ξουτ μεχρι να λιποθυμήσω, δε χρειάζομαι μετάγγιση εγώ, εγώ είμαι μετάγγιση από μόνη μου κι από πότε τα ΚΤΕΛ βάζουν και αεροπλάνα, μα αφού είμαι σίγουρη δεν ήταν λεωφορείο αυτό. Σίγουρα δεν ήταν λεωφορείο, ήταν airbus A380 και είμαι σίγουρη αφού ήταν δυόροφο. Σκάστε δεν ξέρετε τίποτα. Κανείς δεν ξέρει τίποτα για τα μέσα μεταφοράς μόνο εγώ ξέρω. Γράφω άπειρα ερωτικά γράμματα την ημέρα μέσα στο μυαλό μου και ναι δε με νοιάζει που υπάρχουν κατώτερα είδη απο μένα. Δε με νοιάζει που μερικούς ανθρώπους τους βλέπω σαν κατσαρίδες. Σας απολυμαίνω όλους κάθε μέρα μέσα στο κεφάλι μου κι ήρθε εκείνη κι έκατσε δίπλα μου στη θέση 13 κι εγώ είχα τη θέση 14 και μιλούσε και δεν της μιλούσα κι ύστερα χτύπησε και το κινητό της με έναν ενοχλητικό σκυλάδικο ήχο κι ύστερα εκείνη μιλούσε δυνατά, προκλητικά, έλεγε και ξανάλεγε τη λέξη βόδι βόδι βόδι κι ήθελα να της χώσω έναν καθρέφτη στη μούρη να δει τί είναι το βόδι, ύστερα ήθελα να της τον δώσω να τον φάει. Μύριζε χημεία, δε μύριζε άνθρωπος κι ύστερα κάναμε μια στάση κι εκείνη έφαγε μια άλλη χημεία κι είμαι σίγουρη πως θα τρώει χημείες κι εργοστάσια και το στομάχι της θα κάνει βζζζζζζνννννννν και τη σιχαίνομαι και είναι περιττή για μένα όπως κι όλος ο κόσμος είναι περιττός κι εγώ τα περιττώματά του. Νύχτα να είναι κι εγώ να σε διαβάζω κρυφά, εσύ να ροχαλίζεις κι εγώ να σε διαβάζω περήφανη που σε γέννησα, περήφανη και καυλωμένη που σε ξύπνησα από τον ύπνο που σε είχες καταδικάσει με τη συναίνεση και τη βοήθεια όσων και καλά σ' αγαπούσαν, πάτε όλοι να γαμηθείτε, δε μ' ενδιαφέρει καμία επαφή με τίποτα όσο έχω εμένα να φροντίζω, έχω τόσες δουλειές με τα εντόσθιά μου που δεν προλαβαίνω να γιατρέψω κανέναν. Θα διαλύσω τη μνήμη μου και θα αφήσω μόνο εκείνο το γαμήσι με Λάμδα κεφαλαίο , λίγο πριν τη δουλειά που σου στήθηκα στα τέσσερα, κι εσύ μ' έπαιρνες και σε έβλεπα στον καθρέφτη κι ήσουν μόνο εσύ εκεί, σε έβλεπα να γαμάς και ζήλευα μέχρι το έβερεστ και μετά έβλεπα  μόνο εμένα και πάλι ζήλευα που με έβλεπα να γαμιέμαι, δεν υπάρχει ένωση ποτέ. Πάντα κάτι μένει ανοιχτό να παίρνει αέρα, εσύ άφησες πόρτες ανοιχτές φεύγοντας απο δω και μπήκαν κάτι ψέμματα και τώρα δε φεύγουν, προσπαθώ να τα ξεκάνω με τρόπο αλλά φοβάμαι μην ξεκάνω κι εσένα μαζί. Ξέρετε κάτι; Βαρέθηκα να γράφω. Δεν θέλω να γράψω ούτε μια λέξη απο δω και πέρα. Κανείς δεν ξέρει πόσες δισεκατομμύριες λέξεις ξέρω, ούτε κανείς ξέρει πόσο δισεκατομμύριος είσαι, ούτε κανείς ξέρει πόσο δισεκατομμύριο μουνί έχω για να γράψω όλο τον κόσμο που κοιμάται όταν ταξιδεύει. Κανείς δεν θα με μάθει ποτέ, κι έχει λίγο πλάκα που τους αφήνω όλους να νομίζουν πως με ξέρουν αλλά όχι κανείς κανείς κανείς κανείς. Συγνώμη μήπως θα μπορούσε λίγο να νυχτώσει; Έχω μια Tabacaria να διαβάσω...