segunda-feira

3246



Η πτήση διαρκεί περίπου τεσσερις ώρες και κάτι. Θα φοβάσαι ΄λίγο, θα σου λέω όσα ξέρω για τα αεροπλάνα για να σε καθησυχάζω. Θα φτάσουμε νωρίς το πρωί, αλλά δεν θα καθήσουμε καθόλου στο αεροδρόμιο. Θα πάρουμε κατευθείαν το aerobus αλλά λέω να μην κατέβουμε στην Praca do Comercio,  και να πάμε στο Rossio κι απο κει να κατέβουμε  απο την πίσω πλευρά μήπως βρούμε κανέναν καστανά για να είναι η πρώτη γεύση που θα βάλεις στο στόμα σου μόλις φτάσουμε. Θα σου μείνουν λίγες άσπρες σκόνες στα χέρια, θα με αγκαλιάσεις και θα με λερώσεις. Εμένα θα μου μείνει λίγο άσπρο στην άκρη των χειλιών μου, θα βγάλεις τη γλώσσα  σου και θα μου το καθαρίσεις. Θα έχει κρύο και τα χέρια μας θα είναι λίγο κόκκινα. Τα δικά σου θα είναι πιο ξερά απο τα δικά μου. Θα  κατέβουμε τη Rua Augusta, τα μαγαζιά θα είναι όλα κλειστά, θα την αγαπήσουμε χωρίς μαγαζιά που πάντα χαλάνε τα τοπία. Μόνο μερικές παστελαριες θα πετύχουμε την ώρα που θα ανοίγουν.  Θα κοιτάς τους αγουροξυπνημένους πορτογάλους, θα κοιτάω εσένα που κοιτάς, θα είσαι όμορφος , θα στο πω και θα πεις μια βλακεία γιατί θα ντρέπεσαι κάπως. Θα καθίσουμε και θα παραγγείλουμε καφέ. Θα μπεις μέσα να δεις τον ποιητή στα πλακάκια. Θα ξαναβγεις κι ο καφές θα έχει έρθει. Θα φάμε risois με καβούρι και γαρίδες, θα λέμε πόσο ταιριάζει με τον καφέ. Θα κοιταζόμαστε χαρούμενοι που βρεθήκαμε εκεί, με τη χαρά και την ανυπομόνησία εκείνου που δεν ξέρει τί ακριβώς θα κάνει αλλά με τη σιγουριά πως ότι κι αν κάνουμε θα περάσουμε τριαξονικά και δωδεκαβάλβιδα. Θα νυστάζουμε, θα πονάει το πόδι μου, θα θέλουμε να φιληθούμε αλά δε θα φιλιόμαστε. Δε μ' αρέσουν τα φιλιά στο δρόμο. Ποτέ δε μ' άρεσαν. Θα πληρώσουμε, θα σου μάθω πώς να λες obrigado θα σου λέω πως το -ο στην αρχή δεν ακούγεται και πολύ και πως πρέπει να σέρνεις το -a και πως το τελευταίο -ο πρέπει να το κάνεις να ακουστεί κάπως σαν -ου. Θα προσπαθήσεις αλλά δεν θα μπορείς να το πεις σωστά. Θα γελάσω και θα μπούμε στο 28 να πάμε στη Rua do Tijollo. Μόλις κλείσει η πόρτα θα είμαι η πιο δικιά σου και τότε μπορείς να με φιλήσεις υπερατλάντικα κι ατλαντικά. Θα με γαμήσεις και θα ξαναγίνει σεισμός σαν εκείνο του 1755 με τα 8,7 ρίχτερ, θα στρογγυλέψει όλη η πόλη κι όταν χύσουμε θα ξαναγίνει όπως ήταν. Θα χύσει όλη η Πορτογαλία μαζί μας, κι εκείνη την ώρα όλοι οι μπακαλιάροι του ατλαντικού θα βγουν στη στεριά, οι ψαράδες δεν θα πιστευουν στα μάτια τους, θα το γράψει η Diario de Noticias κι εμεις θα ξέρουμε πως προκαλέσαμε αυτό το φαινόμενο κι ύστερα κάθε φορά που χύνουμε θα τρέχουμε να αγοράσουμε εφημερίδα. Θα σε λέω αγάπη μου μέσα στο κρύο, θα αγκαλιαζόμαστε  σαν μπακαλιάροι, θα προσπαθώ να πω το όνομά σου κάνοντας το πρώτο γράμμα να μην ακούγεται πολύ, δεν θα μπορώ να το κάνω καλά κι ετσι θα σε λέω πάλι αγάπη μου. Θα περπατάμε όλη μέρα δισσεκατομμύρια χιλιόμετρα, δεν θα αφήσουμε ούτε μισό δρόμο  απάτητο, η λάμα στο πόδι μου θα σκουριάσει απο τον ωκεανό και την υγρασία, η οστεοπόρωση θα εξαφανιστεί και τα μαλλιά μου θα κάνουν σχέδια όταν θα φυσάει. Θα μου φιλάς το κεφάλι και θα σου λέω οτι το σύμπαν είναι πορτογάλος. Θα κοιτάω τά χέρια σου και θα σε ρωτάω αν ήταν και του παππού σου ολόιδια. Θα πεις ναι και θα τρέξουμε στο Tijollo II να μου τα χώσεις παντού. Θα ξαναβγαίνουμε και θα πίνουμε sagres σε πλαστικά ποτήρια. Θα ξαναλέμε όλα όσα έχουμε πει αλλά δεν τελειώνουν. Στο τέλος θα πάρουμε ενα λεωφορείο που μάλλον είναι το 202. Μετά δε λέω άλλο. Όταν επιστρέψουμε πάντως θα μπορώ να σου φιλήσω τους δυο ώμους  που με σηκώνουν. Και τους δυο ακούς; Και τους δύο.