domingo

345

345


Πέθανες και σα να μη μ' ένοιαξε. Δε σoυ είπα τίποτα εκείνη τη μέρα Fernando. Ούτε μια κουβέντα. Σε σκέφτηκα μα μάλλον θα ήμουν απασχολημένη με τις ετερώνυμές μου. Αργά τη νύχτα όμως πάλι κάτω από τα παράθυρά σου ξενύχτησα. Ιδανικά για μένα το σπίτι σου θα έπρεπε να είναι κάπου ανάμεσα στην Alfama η στη Graca αλλά εσύ διάλεξες άλλα σημεία για να γεννάς ποιητές και όσο κι αν με βγάζεις από τις αγαπημένες μου διαδρομές θα σε συγχωρώ για πάντα, ακόμα κι αν τα σπασμένα μου μέλη είναι αναγκασμένα να ανέβουν χίλιες Λισαβόνες. Ακόμη κι αν η Λισαβόνα ήταν στα Ιμαλάια Fernando θα ερχόμουν κάθε χρόνο να σε βρω, με οξυγόνο ή χωρίς. Κι εδώ Alvarinho μου μη νομίζεις οτι έχει περισσότερο οξυγόνο. Αρχίδια έχει. Όμως άσε με να σου πω για την Alfama έτσι για να με παραδεχτείς κι εσύ μια φορά, να μετανιώσεις που ούτε μια φορά δεν μετακόμισε κανένας εαυτός σου εκεί. Η Alfama ζει για μερικές ώρες την ημέρα. Και όχι δεν είναι η νύχτα. Είναι το απόγευμα. Μια ώρα που κανονικά δε μ' αρέσει και τόσο. Όμως η Alfama εκείνη την ώρα ετοιμάζεται να δείξει ποιά είναι. Σαν τις έτσι κι αλλιώς όμορφες γυναίκες μπροστά σε έναν καθρέφτη. Εϊναι όμορφη εικόνα οι γυναίκες που μακιγιάρονται, κι όταν τις κοιτάς σε κοιτούν λίγο άβολα, σα να τις έπιασες στα πράσσα. Ρίχνουν κλεφτές ματιές στον εαυτό τους, παραδέχονται για λίγο πως είναι όμορφες κι αυτό τις κάνει πιό όμορφες ακόμα. Η Alfama ξέρει πως είναι όμορφη αλλά όταν ετοιμάζεται να σκοτεινάσει και να ρίξει τα κίτρινα φωτάκια της πάνω στη Rua Das Escolas Gerais νοιώθει πιό όμορφη ακόμα. Η Alfama είναι η πιό θηλυκή γειτονιά, κι ας μυρίζει και σκατά, έτσι κι αλλιώς οι γυναίκες δε χρειάζεται να μυρίζουν πατσουλιά. Είναι πάντα υγρή και γυαλιστερή όπως πρέπει να είναι μια γυναίκα, είναι γεμάτη στρογγυλές γωνίες, παχουλές στροφές όπως πρέπει να είναι μια γυναίκα. Σου ανοίγει την όρεξη όπως πρέπει να σου την ανοίγει μια γυναίκα. Σε όποιο σημείο της και να σταθείς μπορείς να δεις τον κόσμο. Την περπατάς και θέλεις κι άλλο, δεν τη βαριέσαι γιατί εκείνη δε βαριέται να την θέλεις και γιατί δε σταματάει ποτέ να κοιτάζεται και να φτιάχνεται για σένα. Είναι γεμάτη μικρές χρωματιστές πόρτες. Τί γίνεται πίσω απ' αυτές; Ας μου πει κάποιος τί γίνεται. Το πιο πιθανό είναι να γίνονται μάχες. Άνθρωποι από πίσω, βασανισμένοι, τυρρανιούνται και πολεμάνε. Όπως μια γυναίκα πολεμάει με τα μέσα της, πίσω από τις κλειστές πόρτες της. Τη νύχτα πια, δε σου κάνει καμιά εντύπωση, ξέρεις πως τη νύχτα θα σου παραδοθεί, την περπατάς κι άλλο κι άλλο, τη γλιστράς, την ανεβαίνεις την κατεβαίνεις, είναι δικιά σου, θέλει να είναι. Είναι ήσυχη, δε χρειάζεται να φωνάζει για να κάνει εντύπωση, κι όμως μέσα στην ησυχία όλο και θα ακούσεις ένα fado απο κάπου  κι αυτός είναι ο οργασμός, ο σωστός οργασμός που δε χρειάζεται να τσιρίζει, φτάνει που σου κόβει την ανάσα. Ύστερα ησυχάζει πάλι και σαν αρχίζει να ξημερώνει εκείνη ταλαιπωρημένη απο τα πόδια σου πάνω κάτω σβήνει σιγά σιγά τα φωτάκια της, εσύ δεν μπορείς να ξεκολλήσεις απο πάνω της. Εκείνη την ώρα είναι πιο υγρή από ποτέ, ντρέπεται, είναι κουρασμένη, το μακιγιάζ της έχει φύγει, φεύγεις κι εσύ. Αυτό είναι Fernando, η Alfama είναι μια γυναίκα μα απ όσο σε ξέρω εσύ δεν τις πλησιάσες και ποτέ. Μέχρι να το μάθω όμως, θα ψάχνω ποιός από τους 72 σου την περπάτησε. Σίγουρα κάποιος θα το' κανε. Ξέρω πως δε θα μου το αποκαλύψεις εύκολα. Αλλά κι εγώ γυναίκα είμαι και δεν το βάζω κάτω. Θα με δεις το απόγευμα και θα καταλάβεις.