terça-feira

80

Άργησα μια μέρα. Καθυστέρησα γιατί είμαι καθυστερημένη, αργοπόρησα επίτηδες. Όχι ψέματα. Ντρεπόμουν Νινίνιο, πέρασαν ογδόντα χρόνια κι εγώ δεν είχα λεφτά να έρθω να σε δω, και γάμησέ το αυτό, ούτε μισό μπακαλιάρο δε μαγείρεψα τέτοια μέρα. Έφαγα τόνο μα εσύ τα σιχαίνεσαι αυτά. Δεν κοιμήθηκα, σε διάβαζα, σε ονειρευόμουν ξύπνια, σου είπα όλα τα νέα κι εσύ με τον ορφέα στο δεξί χέρι κοιτούσες το κενό όπως πάντα κάνεις, το κοιτούσες σα να ήταν γεμάτο, κοιτάς το γεμάτο κενό, πώς το κάνεις; Θα κερδίσω το λαχείο και θα έθω σου έλεγα, θα πάρω ένα σπίτι εκεί κοντά σου, να περνάω κάθε μέρα απ' όπου περνούσες να σου σπάω τα νεύρα, θα βγάζω και τη γλώσσα στον Bernardo όταν περνάω από τη Baixa, θα κάνω ένα μεγάλο ααχ ή ούφφ όταν διασχίζω το λιμάνι πηγαίνοντας στο Cais do Sodre ν' ακούσει ο  Alvaro να σκέφτεται άει μωρή τί είναι το αχ και το ουφ μπροστά στα εεεεεεεεεεεεηηηηηηηηη τα δικά μου, θα κλαίω λίγο στο τραίνο και ναί αυτή τη φορά θα φτάσω στο Cascais και θα γνωρίσω τον Antonio που τόσα χρόνια μου κρύβεται και που τον έχουν οι άλλοι για τρελλό. Κάνε μου μια χάρη κι εσύ όμως. Πες στον Ατλαντικό να μην είναι χαϊδεμένος, πες του να έχει λίγα νεύρα, πες του να μου ρίξει καμιά πιτσιλιά, την προηγούμενη φορά κόντεψα να βάλω το πόδι μου μέσα κι αυτός έκανε σα λιμνούλα εεεεεεεεεεεεεεε φώναξα, Ατλαντικός είσαι, σουστουλώσου, φόβισέ με κι αυτός ο φλώρος τίποτα, εεεεεεεεεεεεηηηηηηηηηη ξαναφώναξα, γιατί δεν είσαι άγριος, ήρεμώ πριν ξεσπάσω είπε, όταν ξεσπάσεις θα έχω φύγει, δεν υπάρχω μόνο για σένα αυτιστική τσούλα είπε, γαμιέσαι είπα, κι έστειλε ένα κύμα και βράχηκα μέχρι τη γάμπα, συγνώμη του είπα, είσαι όμορφη και δε φοβάσαι , φύγε κι έλα το βράδυ, σου έχω μια έκπληξη είπε. Κι επέστρεψα το βράδυ και δύο μέτρα κύματα έκαναν έναν θόρυβο που με ανατρίχιασε κι έγινε όλη η πλάτη μου σαν κάκτος, φοβήθηκα, εεεεεεηηηηηηηηηηηηη φοβάμαι φώναξα, κι εκείνος απάντησε με πιο μεγάλο κύμα, σταμάτα φοβάμαι  είπα, δε φοβάσαι είπε κι ανταριάστηκε κι άλλο, έτρεμα σαν στραβαδοκωλόψαρο, φώναζα τα ονόματά σας κι είχα πλαντάξει στο κλάμα, φοβάμαι το Cascais μόνη μου, είναι φοβιστικό μέρος, φώναξα δυνατά κι είδα τον Antonio να τρέχει, έλα  εδώ εγώ είμαι ούρλιαζα, την  επόμενη φορά μου' πε κι εξαφανίστηκε στη μεγάλη στροφοκατηφόρα. Ο Ατλαντικός συνέχιζε να με τρομάζει αλλά δε φοβόμουν πια, μόνη μέσα στην άγρια νύχτα με τα τεράστια μαύρα κύματα να τσιροκοπάνε μπροστά μου, πάνω στον γλιστερό βράχο, στο στόμα της κόλασης και να μη φοβάμαι τίποτα. Δε φοβάμαι δίκιο είχε. Μόνο τους ανθρώπους φοβάμαι αλλά αυτό το ξέρει εκείνος πιο καλά από μένα, κι εκείνος τους φοβάται, γι' αυτό τους πνίγει. Πες Νινίνιο αλήθεια γύρισες από τη Sintra με τα πόδια; ναι σιγά μη γύρισες! τί ψευταράς είσαι. Τί σου έλεγα; αα για το σπίτι που θα πάρω σου έλεγα. Θα μαγειρεύω κάθε μέρα και θα μάθω στην αλλεργία μου να μην αλλεργίζεται όταν τρώω μούρα. Δε θα μπορώ να τρώω caldo verde μην κακιώνεις, ίσως μαγειρεύω bacalhau com natas τις Κυριακές,  θα δούμε δεν είναι αυτό το θέμα μας, το θέμα Νινίνιο είναι οτι όταν σουρουπώνει θα βγαίνω έξω, ναι την ώρα που οι άλλοι μπαίνουν μέσα εγώ θα βγαίνω, να κάνω τις βόλτες μας, θα στρίβω περπατώντας και θα καπνίζω, θα στέκομαι για ένα δευτερόλεπτο ν'ανάψω το τσιγάρο μου και θα συνεχίζω και στις ανηφόρες δε θα ρουφάω καπνό γιατί θα λαχανιάζω σαν τελευταία, αλλά μόλις φτάνω στην κατηφόρα της rua da rosa θα το ξανανάβω και θα ρουφάω σαν μουρλοπάλαβη, θα στέκομαι λίγο έξω από το S.Luis dos franceses θα σε βλέπω στο κρεβάτι του πόνου και θα κλαίω από μέσα μου παρακαλώντας να πεθάνω από ηπατική κρίση ή από ατλαντική πνίξη.
30.11.1935
 30.11.2015