segunda-feira

correspondência



Ανιάκι,

μου έγραψες ένα γράμμα και τα γράμματα δεν πρέπει να μένουν αναπάντητα, είναι η μεγαλύτερη αμαρτία που ξέρω. Μου έγραψες ένα γράμμα ενώ περίμενες στον λογιστή. Εγώ σου γράφω γράμμα σε τρειςχιλιάδεςεκατομμύριαδύο δόσεις. Από το δαιδαλώδες υπόγειο στο Θεαγένειο, εκεί που η ραδιενέργεια σχεδόν φαίνεται, από τη γωνία του σπιτιού με τους 32 βαθμούς απέναντι από τον ανεμιστήρα, από το μπαλκόνι που ξέρεις καλά, και σήμερα εδώ συννεφιασμένα θα τελειώσω αυτό το γράμμα αν και είναι απ' αυτά που δεν ξέρω καν αν αρχίζουν κι αν τελειώνουν. Ανιάκι ψηλό και όμορφο και πανέμορφο μισχάκι, σε έστειλα στη Λισαβόνα γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να γίνεις φίλη μου. Μας ένωσε η τόση κακασχήμια κι έτσι χρειαζόταν και μια δεκαπενταμορφιά για να μπορέσουμε να καταλαβιστούμε. Έχουμε πάει κι οι δυό σε πολλές πόλεις και ξέρουμε καλά πως η Λισαβόνα δεν είναι η πιο όμορφη του κόσμου. Α όχι δεν είναι. Δεν γίνεται να διαφωνήσω. Το Πόρτο είναι πιο όμορφο. Μα δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι οτι μόνο στη Λισαβόνα θα καταλάβαινες αυτό που έπρεπε να καταλάβεις, κι εγώ είχα άγχος αν θα το καταλάβεις και σκεφτόμουν τί θα κάνω και τί θα πω αν δεν το καταλάβεις, μα το κατάλαβες και σιγά που δεν θα το καταλάβαινες, και τότε σιγουρεύτηκα και όλο το άγχος έφυγε, γιατί μέχρι που πάτησες το ποδαράκι σου εκεί, όλα όσα μας ένωναν ήταν στενάχωρα. Βία και άγχος και φόβος και ναι φοβόμουν η βία να είναι το μοναδικό πράγμα που μας ενώνει. Ήθελα να μας ενώσει ομορφιά, και τσουπ έγινε κι αυτό. Πήγες καλοκαίρι, μου έστελνες καλοκαιρινές φωτογραφίες. Σε σκεφτόμουν να τριγυρνάς στους δρόμους που ξέρω σαν την παλάμη μου, σε σκεφτόμουν να γελάς κάθε φορά που θα συναντούσες κάτι για το οποίο σου είχα μιλήσει. Και γέλασα κι εγώ όταν μου έστειλες τις κάλτσες με τα Πεσσοάκια, το ίδιο γελούσα κάθε φορά που έβλεπα τη φάτσα του πάνω σε άσχετα αντικείμενα, φλυτζανάκια, βρακιά, πετσέτες κουζίνας, ακόμη και πιάστρες για να βγάζεις το ταψί από τον φούρνο. Κι εκείνο το απογευματόβραδο, μου έστειλες τη φιγούρα σου στη  Rua dos Douradores  κι εγώ σου έστειλα τη φωτογραφία μου από τη  Rua dos Douradores, αυτήν που κρατάω δύο  super bock στα χέρια μου, κάπως σα να σε περίμενα να πιούμε. Μου έστειλες τον ατλαντικό, έναν αγνώριστο καλοκαιρνινό ατλαντικό, σου έλεγα μπες μπες μπες μα δε μπήκες Ανιάκι κρυουλιάρικο, σου έλεγα μην τον φοβάσαι είναι Ιούνιος μπες μπες, εγώ έχω μπεί Νοέμβριο με κύματα και γκριζομαυρίλα, μπες μπες μα δε μπήκες και καλά έκανες γιατί αν έμπαινες δεν θα ήσουν Ανιάκι μάλλον. Ανιάκι μου έγραψες ένα γράμμα για το παρελθόν, εγώ σου γράφω για το παρόν και το μέλλον. Δύο εισητήρια με τα ονοματεπώνυμά μας θα κρατάμε, αα και τα διαβατήριά μας. Θα πάμε να σε ξεποδαριάσω, θα μπείς στον Ατλαντικό γιατί θα είσαι μαζί μου, θα σου συστήσω όλους τους γνωστούς, θα πιούμε καφέ στο μικροσκοπικό πάρκο της Rua Domingos Sequeira, θα βγάζεις υπέροχες φωτογραφίες εσύ κι εγώ παπαριές, θα πίνεις φλωρομαλακίες κι εγώ εξιακόσσιουςπενήνταεκατό καφέδες, θα σου δείξω όλα τα κρυφά μέρη, θα σου τραγουδήσω στο Fado Maior μετά που θα έχουμε καταβροχθίσει καμιά ψαρούκλα, θα βγάλουμε φουσκάλες από το περπάτημα, πέντε μέρες μόνο με ομορφιά μήπως ξεχάσουμε την κουραδία που μας ένωσε, γιατί κάθε φορά που σε κοιτάω και με κοιτάς, άνεξάρτητα από κάθε μικρό ή μεγάλο πράγμα που μας ενώνει, θα μας ενώνει πάντα η ατέλειωτη κακοποίηση, η ατέλειωτη βρωμιά. 

 

Ανιάκι,

 

μικρή όμορφη κακοποιημένη αδερφή μου από άλλο μπαμπά κι άλλη μαμά, άσε τον κόσμο της οθόνης να ανήκει στην κουραδία, άσε τους αξιοθρήνητους κακοποιητές κρυμμένους στα υπόγειά τους να ξενυχτάνε μόνοι, ζεχνιάρηδες, ψάχνοντας τρόπο να μας βλάψουν, να μας κακοποιήσουν κι άλλο. Ανιάκι έχουμε την πραγματική ζωή, αυτή μας ανήκει, αυτήν δεν μπορεί να μας τη λερώσει κανείς. Είναι δική μας. Τα κρασιά μας στο μπαλκόνι, τα γέλια μας στον καναπέ μου, το τσίπουρο του παππού του Γ. τα ντοματίνια του μπαμπά μου, τα μηνύματά μας μέσα στη νύχτα, όλες οι καρδούλες που ανταλλάξαμε, εσύ να μπαίνεις πανέμορφη σε κάθε μέρος που τραγουδάω και να μου χαμογελάς και να σου χαμογελάω κι εγώ που ήρθες, και να θέλω να σε κοπανήσω ταυτόχρονα γιατί όλο σου λέω μην έρχεσαι κι εσύ έρχεσαι. Δεν έχουμε να κρύψουμε τίποτα Ανιάκι. Εμείς και τα ονοματεπώνυμά μας. Επώνυμες φίλες κι αδερφές, που μόλις γεννήθηκαν από μια σαπισμένη μήτρα γεμάτη σκατά κι εμετούς και σκουπίδια μα που κατάφεραν να βγούν στο φως, να λάμπουν, να στέκονται δυνατές, Ανιάκι αχ Ανιάκι, η ζωή είναι όλη δική μας γιατί δεν την εξευτελίζουμε, γιατί δεν προσποιηθήκαμε ποτέ οτι είμαστε άλλες, γιατί δεν φοβόμαστε να ζούμε κανονικές ζωές, γιατί δεν χρειάζεται να επινοήσουμε ψεύτικα δράματα, γιατί δεν παρακαλέσαμε ποτέ κανέναν να μας αγαπήσει, γιατί δεν κοιτάξαμε ποτέ η μία την άλλη με ζήλια, γιατί δεν ξέρουμε πώς είναι αυτό το βλέμα -κι αυτό το πληρώνουμε ακριβά. 

 

Ανιάκι,

 

σου γράφω ένα φυσερό πρωί Αυγούστου μέσα στην πιο μεγάλη στεναχώρια της ζωής μου, γνωρίζοντας όσο ποτέ την αξία της μίας και μοναδικής ζωής που υπάρχει. Της πραγματικής. Τόσο πραγματικής που περιλαμβάνει όλα αυτά που οι κουραδοποιημένοι κακοποιητές μας δεν έχουν κάνει ποτέ. Ανιάκι, ξύπνησα νωρίς, φίλησα το πανέμορφο αληθινό αγόρι μου που έφυγε για τη δουλειά, και κάθισα να σου γράψω με μπουκωμένη μύτη από τα κλάματα. Τώρα θα μαγειρέψω αληθινό φαγητό, θα καθαρίσω το αληθινό μου σπίτι, θα σου στείλω αυτό το αληθινό γράμμα, θα ετοιμαστώ για την αληθινή μου πρόβα, θα μαγειρέψω αληθινό φαγητό, θα κλάψω με αληθινά δάκρυα, θα βιώσω τους αληθινούς μου πόνους, θα ζήσω άλλη μία μέρα μια αληθινή ζωή με αληθινούς ανθρώπους με αληθινό ονοματεπώνυμο. 

 

η φίλη κι αδερφή σου από άλλο μπαμπά κι άλλη μαμά,

Λίνα Πάβλοβα Σωπιάδου Αντουανέτα Φαμ Σκατάλ...

 

όλη δική σου και δική της

quinta-feira

30-trianta- trinta

 

Εδώ θεοσκότεινα από το πρωί,  με τη γνωστή Λισαβονιάρικη υγρασία που όμοιά της κανένα οστό δεν έχει συναντήσει, εδώ που όταν πρωτοήρθα όλα τα οστά μου ήταν σωστά καθόλου σπασμένα, κι ύστερα σμπαραλιάστηκαν, αλλά πάλι αντέχουν γιατί είχα δώσει έναν δικό μου όρκο, κάθε τριάντα του Νοέμβρη θα έρχομαι να καταστρέφω λίγα οστά ακόμα, εσύ κατέστρεψες το συκώτι σου, εγώ αυτό το γλίτωσα ευτυχώς ή όχι ευτυχώς. Ο καθένας καταστρέφει οτι μπορεί. Η βόλτα ξεκινάει πάντα όπως την θέλεις, πάντα από κεί που την ξεκινούσες κι εσύ, είναι η μεγάλη βόλτα της ανησυχίας, η Rua da Alfândega  που αλλάζει όνομα μετά την πλατεία γιατί έτσι, θέλει να είναι μια μικρή οδός μερικών μέτρων κι εγώ την αγάπησα πρώτη απ' όλες. Είμαι μπερδεμένη πάλι Φερνάντο, δεν ξέρω πώς να σε αποκαλέσω σήμερα, δεν ξέρω ποιό όνομα θα διάλεγες για τελευταίο σου, εδώ στη Λισαβόνα εσύ τα ξέρεις όλα, εγώ έρχομαι σαν υπνωτισμένη πάντα και ακολουθώ εσένα. Θα κάνω όλα αυτα τα ετήσια ρουτινιάρικα που κάνω, θα πάω στο Cais do Sodré θα πάω στο Cascais, θα πάω παντού με τα πόδια,  κι εκεί μετά το Algés, θα χτυπάει η καρδιά μου θεόμουρλα γιατί θα ξέρω οτι έρχεται ο Ατλαντικός έρχεται, έρχεται. Θα καπνίσω πορτογαλικά τσιγάρα να κάνω λαιμό σκατά, θα τρώω pasteis de bacalhau  από τις οκτώ το πρωί με τον καφέ. Οι αεροπορικές γαμιούνται πια, αναπολώ τις παλιές απευθείας πτήσεις με την  TAP που έφταναν πάντα τη σωστή ώρα. Τώρα πια όλα γαμιούνται κι η πτήση φτάνει μια ηλίθια ώρα που δε βολεύει κι αυτά τα βαρετά χιλιόμετα από το αεροδρόμιο δεν τελειώνουν, άντε άντε, ξέρετε να έχω υπομονή;  Μεγάλωσα Φερναντο, έχω μαζί μου πια κάτι να καλύπτει τον λαιμό μου και τους ώμους μου, με πειράζει η υγρασία πιο πολύ από παλιά, μα δεν ξέρεις τα καινούργια νέα! Θυμάσαι τα σίδερα στο πόδι μου που ξυπνούσαν όλη την πόλη όταν κατέβαινα από τη Graça; Εε λοιπόν αυτά τα σίδερα θα βγούν και μάλλον την επόμενη φορά που θα έρθω θα γίνω αθόρυβη, ούτε σκουριά ούτε τίποτα, ούτε βίδες ουτε κατσαβίδια. Σε φτάνω σε λίγο Φερνάντο, θα είμαι κι εγώ 47 χρονών και θα έρχομαι και θα έρχομαι όσο με βαστάνε τα ρημάδια και δεν θ' αλλάξω ούτε τόσο δα τη διαδρομή, θα 'ρχομαι να αλωνίζω την πόλη σου, όπως αλωνίζω τώρα. Ο καιρός λέει σε λίγο θα έχει καταιγίδες, δεν ξέρω τίποτα πιο ταιριαστό από καταιγίδες στον Ατλαντικό. Θα πάρω κάστανα και θα καθίσω πάνω στον βράχο που λέει το όνομά μου και θα κοιτάω και θα κοιτάω και θα παγώνω και με κάθε κύμα θα σπάει κι ένα οστό μου, σπάστα μου όλα, γι' αυτό υπάρχεις Λισαβόνα, γι' αυτό έρχομαι. Πήγε ο βλάκας και πέθανε 47 χρονών, εγώ θα σταθώ μπροστά στο κουτί με τα οστά του και θα γυρίσω πίσω στην  Alfama κλαίγοντας πάλι λες κι έχασα δικό μου άνθρωπο, θα γυρίσω με πιο πολλές ενοχές από άλλες φορές, θα προσπαθώ να του εξηγήσω τη σχέση μου με τον Κάφκα για να μη ζηλεύει, θα κοιμηθώ για να ξυπνήσω Δεκέμβρη και να αλωνίσω λίγο ακόμα, όσο με παίρνει, όσο μου επιτρέπουν τα οστά, όσο μου επιτρέπουν οι ηλίθιες πτήσεις με τις ηλίθιες ανταποκρίσεις τους που δεν ανταποκρίνονται ποτέ. Φερνάντο σε συνάντησα και φέτος, και σε όλη τη διαδρομή με τον Σούμπερτ μάλλον φρίκαρες αλλά δεν ήξερα τί άλλο ταιριάζει. Επιστρέφοντας, στάθηκα στην οδό 1ης Μαΐου, σήκωσα το κεφάλι με φόβο να δω τη γέφυρα 25 Απριλίου, κάτι γαρύφαλλα πετούσαν πάνω από το κεφάλι μου. Μόνο οι Πορτογάλοι θα ονόμαζαν τον δρόμο κάτω από την 25η Απριλίου, 1η Μαΐου, πώς να μην τους αγαπώ για πάντα. Τα πόδια μου κάηκαν, τα οστά μου σκούριασαν, πρέπει να επιστρέψω σπίτι. Θα ψεκαστώ με  WD-40 που υποτίθεται είναι το καλύτερο για τις σκουριές και τα τριξίματα και την επόμενη φορά, είπα.. Αθόρυβα, αθόρυβη. 

segunda-feira

 

/24/

Το πρώτο δωμάτιο

  Rua dos Bacalhoeiros.

Με θέα στον rio Teijo.

Τα πόδια μου στη Rua d'Alfandega

Η πρώτη φορά που πλησίασα τη rua dos douradores

τα πόδια μου έτρεμαν

η ζωή περνάει από τη  rua dos douradores

εγώ περνάω από τη  rua dos douradores

η ζωή μου πέρασε απο εκεί,

ήταν νοέμβριος και 30

όπως και σήμερα

όπως και το 1935

που το συκώτι σου άφησε τη rua dos douradores

κι εγώ ταχυπαλμήθηκα  

και στεκόμουν κάτω από τη μαρμάρινη επιγραφή

και δεν πίστευα πως

η rua dos douradores υπάρχει.

Δεν πίστευα πως υπάρχω

υπήρχα όμως

μικρή, χαζή, ταχυπαλμούσα

αυτοδαρμένη και κλαμένη 

η rua dos douradores είναι γεμάτη κουτσουλιές

κι εγώ τις κοιτάω

κουράδες και κουτσουλιές.

όλη η ζωή

κουράδες και κουτσουλιές όλη η ζωή

όλες οι κουράδες και όλες οι κουτσουλιές

περνάνε από τη rua dos douradores

το συκώτι σου πέρασε δίπλα από μία κουτσουλιά

το είδα κουραδιασμένο

πέρασε

ανηφόρισε 

έστριψε στη  rua da santa justa

έκανε τη διαδρομή μέχρι το  st. louis hospital

στην στροφή κοντοστάθηκε

πάω να πεθάνω είπε

πέθανε

πέθανες

πέθαναν τόσοι ποιητές μαζί σου

μείναμε κουραδορφανοί

85 χρόνια τώρα

κουτσουλιαζόμαστε χωρίς εσένα

δεν είναι ωραία

όχι δεν είναι


quarta-feira

~

Ntliger Herznargia;e19



Στη Λισαβόνα πήγα γυναίκα κι έφυγα κορίτσι.
Όταν επέστρεψα σπίτι ήμουν γυναίκα που είχε γίνει κορίτσι και το σπίτι ήταν η Λισαβόνα και γι' αυτό δεν επέστρεψα ποτέ. Πήγαινέ με στη Λισαβόνα να με δείς κορίτσι. Δεν βαρέθηκες να με βλέπεις γυναίκα;

terça-feira

80

Άργησα μια μέρα. Καθυστέρησα γιατί είμαι καθυστερημένη, αργοπόρησα επίτηδες. Όχι ψέματα. Ντρεπόμουν Νινίνιο, πέρασαν ογδόντα χρόνια κι εγώ δεν είχα λεφτά να έρθω να σε δω, και γάμησέ το αυτό, ούτε μισό μπακαλιάρο δε μαγείρεψα τέτοια μέρα. Έφαγα τόνο μα εσύ τα σιχαίνεσαι αυτά. Δεν κοιμήθηκα, σε διάβαζα, σε ονειρευόμουν ξύπνια, σου είπα όλα τα νέα κι εσύ με τον ορφέα στο δεξί χέρι κοιτούσες το κενό όπως πάντα κάνεις, το κοιτούσες σα να ήταν γεμάτο, κοιτάς το γεμάτο κενό, πώς το κάνεις; Θα κερδίσω το λαχείο και θα έθω σου έλεγα, θα πάρω ένα σπίτι εκεί κοντά σου, να περνάω κάθε μέρα απ' όπου περνούσες να σου σπάω τα νεύρα, θα βγάζω και τη γλώσσα στον Bernardo όταν περνάω από τη Baixa, θα κάνω ένα μεγάλο ααχ ή ούφφ όταν διασχίζω το λιμάνι πηγαίνοντας στο Cais do Sodre ν' ακούσει ο  Alvaro να σκέφτεται άει μωρή τί είναι το αχ και το ουφ μπροστά στα εεεεεεεεεεεεηηηηηηηηη τα δικά μου, θα κλαίω λίγο στο τραίνο και ναί αυτή τη φορά θα φτάσω στο Cascais και θα γνωρίσω τον Antonio που τόσα χρόνια μου κρύβεται και που τον έχουν οι άλλοι για τρελλό. Κάνε μου μια χάρη κι εσύ όμως. Πες στον Ατλαντικό να μην είναι χαϊδεμένος, πες του να έχει λίγα νεύρα, πες του να μου ρίξει καμιά πιτσιλιά, την προηγούμενη φορά κόντεψα να βάλω το πόδι μου μέσα κι αυτός έκανε σα λιμνούλα εεεεεεεεεεεεεεε φώναξα, Ατλαντικός είσαι, σουστουλώσου, φόβισέ με κι αυτός ο φλώρος τίποτα, εεεεεεεεεεεεηηηηηηηηηη ξαναφώναξα, γιατί δεν είσαι άγριος, ήρεμώ πριν ξεσπάσω είπε, όταν ξεσπάσεις θα έχω φύγει, δεν υπάρχω μόνο για σένα αυτιστική τσούλα είπε, γαμιέσαι είπα, κι έστειλε ένα κύμα και βράχηκα μέχρι τη γάμπα, συγνώμη του είπα, είσαι όμορφη και δε φοβάσαι , φύγε κι έλα το βράδυ, σου έχω μια έκπληξη είπε. Κι επέστρεψα το βράδυ και δύο μέτρα κύματα έκαναν έναν θόρυβο που με ανατρίχιασε κι έγινε όλη η πλάτη μου σαν κάκτος, φοβήθηκα, εεεεεεηηηηηηηηηηηηη φοβάμαι φώναξα, κι εκείνος απάντησε με πιο μεγάλο κύμα, σταμάτα φοβάμαι  είπα, δε φοβάσαι είπε κι ανταριάστηκε κι άλλο, έτρεμα σαν στραβαδοκωλόψαρο, φώναζα τα ονόματά σας κι είχα πλαντάξει στο κλάμα, φοβάμαι το Cascais μόνη μου, είναι φοβιστικό μέρος, φώναξα δυνατά κι είδα τον Antonio να τρέχει, έλα  εδώ εγώ είμαι ούρλιαζα, την  επόμενη φορά μου' πε κι εξαφανίστηκε στη μεγάλη στροφοκατηφόρα. Ο Ατλαντικός συνέχιζε να με τρομάζει αλλά δε φοβόμουν πια, μόνη μέσα στην άγρια νύχτα με τα τεράστια μαύρα κύματα να τσιροκοπάνε μπροστά μου, πάνω στον γλιστερό βράχο, στο στόμα της κόλασης και να μη φοβάμαι τίποτα. Δε φοβάμαι δίκιο είχε. Μόνο τους ανθρώπους φοβάμαι αλλά αυτό το ξέρει εκείνος πιο καλά από μένα, κι εκείνος τους φοβάται, γι' αυτό τους πνίγει. Πες Νινίνιο αλήθεια γύρισες από τη Sintra με τα πόδια; ναι σιγά μη γύρισες! τί ψευταράς είσαι. Τί σου έλεγα; αα για το σπίτι που θα πάρω σου έλεγα. Θα μαγειρεύω κάθε μέρα και θα μάθω στην αλλεργία μου να μην αλλεργίζεται όταν τρώω μούρα. Δε θα μπορώ να τρώω caldo verde μην κακιώνεις, ίσως μαγειρεύω bacalhau com natas τις Κυριακές,  θα δούμε δεν είναι αυτό το θέμα μας, το θέμα Νινίνιο είναι οτι όταν σουρουπώνει θα βγαίνω έξω, ναι την ώρα που οι άλλοι μπαίνουν μέσα εγώ θα βγαίνω, να κάνω τις βόλτες μας, θα στρίβω περπατώντας και θα καπνίζω, θα στέκομαι για ένα δευτερόλεπτο ν'ανάψω το τσιγάρο μου και θα συνεχίζω και στις ανηφόρες δε θα ρουφάω καπνό γιατί θα λαχανιάζω σαν τελευταία, αλλά μόλις φτάνω στην κατηφόρα της rua da rosa θα το ξανανάβω και θα ρουφάω σαν μουρλοπάλαβη, θα στέκομαι λίγο έξω από το S.Luis dos franceses θα σε βλέπω στο κρεβάτι του πόνου και θα κλαίω από μέσα μου παρακαλώντας να πεθάνω από ηπατική κρίση ή από ατλαντική πνίξη.
30.11.1935
 30.11.2015


sexta-feira

.

13.6.1888-126



Δε θα υπήρχε περίπτωση να σε ξεχάσω. Από κείνη τη μέρα που πρώτα πέθανα στα πόδια σου και μετά σου φόρεσα δαχτυλίδι ενώ εσύ ήθελες να καπνίσεις. Χρόνια Πολλά παντοτινέ μου...

quinta-feira

125

Ξέρω τί μέρα είναι, μη γκρινιάζετε
χρόνια πολλά σε όλους μα πιο πολύ
στον ετερώνυμο νούμερο 61. Ξέρει αυτός


domingo

345

345


Πέθανες και σα να μη μ' ένοιαξε. Δε σoυ είπα τίποτα εκείνη τη μέρα Fernando. Ούτε μια κουβέντα. Σε σκέφτηκα μα μάλλον θα ήμουν απασχολημένη με τις ετερώνυμές μου. Αργά τη νύχτα όμως πάλι κάτω από τα παράθυρά σου ξενύχτησα. Ιδανικά για μένα το σπίτι σου θα έπρεπε να είναι κάπου ανάμεσα στην Alfama η στη Graca αλλά εσύ διάλεξες άλλα σημεία για να γεννάς ποιητές και όσο κι αν με βγάζεις από τις αγαπημένες μου διαδρομές θα σε συγχωρώ για πάντα, ακόμα κι αν τα σπασμένα μου μέλη είναι αναγκασμένα να ανέβουν χίλιες Λισαβόνες. Ακόμη κι αν η Λισαβόνα ήταν στα Ιμαλάια Fernando θα ερχόμουν κάθε χρόνο να σε βρω, με οξυγόνο ή χωρίς. Κι εδώ Alvarinho μου μη νομίζεις οτι έχει περισσότερο οξυγόνο. Αρχίδια έχει. Όμως άσε με να σου πω για την Alfama έτσι για να με παραδεχτείς κι εσύ μια φορά, να μετανιώσεις που ούτε μια φορά δεν μετακόμισε κανένας εαυτός σου εκεί. Η Alfama ζει για μερικές ώρες την ημέρα. Και όχι δεν είναι η νύχτα. Είναι το απόγευμα. Μια ώρα που κανονικά δε μ' αρέσει και τόσο. Όμως η Alfama εκείνη την ώρα ετοιμάζεται να δείξει ποιά είναι. Σαν τις έτσι κι αλλιώς όμορφες γυναίκες μπροστά σε έναν καθρέφτη. Εϊναι όμορφη εικόνα οι γυναίκες που μακιγιάρονται, κι όταν τις κοιτάς σε κοιτούν λίγο άβολα, σα να τις έπιασες στα πράσσα. Ρίχνουν κλεφτές ματιές στον εαυτό τους, παραδέχονται για λίγο πως είναι όμορφες κι αυτό τις κάνει πιό όμορφες ακόμα. Η Alfama ξέρει πως είναι όμορφη αλλά όταν ετοιμάζεται να σκοτεινάσει και να ρίξει τα κίτρινα φωτάκια της πάνω στη Rua Das Escolas Gerais νοιώθει πιό όμορφη ακόμα. Η Alfama είναι η πιό θηλυκή γειτονιά, κι ας μυρίζει και σκατά, έτσι κι αλλιώς οι γυναίκες δε χρειάζεται να μυρίζουν πατσουλιά. Είναι πάντα υγρή και γυαλιστερή όπως πρέπει να είναι μια γυναίκα, είναι γεμάτη στρογγυλές γωνίες, παχουλές στροφές όπως πρέπει να είναι μια γυναίκα. Σου ανοίγει την όρεξη όπως πρέπει να σου την ανοίγει μια γυναίκα. Σε όποιο σημείο της και να σταθείς μπορείς να δεις τον κόσμο. Την περπατάς και θέλεις κι άλλο, δεν τη βαριέσαι γιατί εκείνη δε βαριέται να την θέλεις και γιατί δε σταματάει ποτέ να κοιτάζεται και να φτιάχνεται για σένα. Είναι γεμάτη μικρές χρωματιστές πόρτες. Τί γίνεται πίσω απ' αυτές; Ας μου πει κάποιος τί γίνεται. Το πιο πιθανό είναι να γίνονται μάχες. Άνθρωποι από πίσω, βασανισμένοι, τυρρανιούνται και πολεμάνε. Όπως μια γυναίκα πολεμάει με τα μέσα της, πίσω από τις κλειστές πόρτες της. Τη νύχτα πια, δε σου κάνει καμιά εντύπωση, ξέρεις πως τη νύχτα θα σου παραδοθεί, την περπατάς κι άλλο κι άλλο, τη γλιστράς, την ανεβαίνεις την κατεβαίνεις, είναι δικιά σου, θέλει να είναι. Είναι ήσυχη, δε χρειάζεται να φωνάζει για να κάνει εντύπωση, κι όμως μέσα στην ησυχία όλο και θα ακούσεις ένα fado απο κάπου  κι αυτός είναι ο οργασμός, ο σωστός οργασμός που δε χρειάζεται να τσιρίζει, φτάνει που σου κόβει την ανάσα. Ύστερα ησυχάζει πάλι και σαν αρχίζει να ξημερώνει εκείνη ταλαιπωρημένη απο τα πόδια σου πάνω κάτω σβήνει σιγά σιγά τα φωτάκια της, εσύ δεν μπορείς να ξεκολλήσεις απο πάνω της. Εκείνη την ώρα είναι πιο υγρή από ποτέ, ντρέπεται, είναι κουρασμένη, το μακιγιάζ της έχει φύγει, φεύγεις κι εσύ. Αυτό είναι Fernando, η Alfama είναι μια γυναίκα μα απ όσο σε ξέρω εσύ δεν τις πλησιάσες και ποτέ. Μέχρι να το μάθω όμως, θα ψάχνω ποιός από τους 72 σου την περπάτησε. Σίγουρα κάποιος θα το' κανε. Ξέρω πως δε θα μου το αποκαλύψεις εύκολα. Αλλά κι εγώ γυναίκα είμαι και δεν το βάζω κάτω. Θα με δεις το απόγευμα και θα καταλάβεις.
8667



ΌχιΔενΕίναιΠειραγμένοςΟΟυρανός. ΕμείςΕίμαστεΠειραγμένοι.

quarta-feira

422


Και είναι και μερικοί άνθρωποι που γεννήθηκαν κάτω απο την Calçadinha Do Tijolo  και η μαμά τους τους έμαθε πρώτα το  Vielas  D' Alfama κι ύστερα το  νάνι νάνι κι αν είμασταν εκεί τώρα θα σε έλεγαν Almeida και μένα Da Silva και δικαιολογία καμία.

segunda-feira

3246



Η πτήση διαρκεί περίπου τεσσερις ώρες και κάτι. Θα φοβάσαι ΄λίγο, θα σου λέω όσα ξέρω για τα αεροπλάνα για να σε καθησυχάζω. Θα φτάσουμε νωρίς το πρωί, αλλά δεν θα καθήσουμε καθόλου στο αεροδρόμιο. Θα πάρουμε κατευθείαν το aerobus αλλά λέω να μην κατέβουμε στην Praca do Comercio,  και να πάμε στο Rossio κι απο κει να κατέβουμε  απο την πίσω πλευρά μήπως βρούμε κανέναν καστανά για να είναι η πρώτη γεύση που θα βάλεις στο στόμα σου μόλις φτάσουμε. Θα σου μείνουν λίγες άσπρες σκόνες στα χέρια, θα με αγκαλιάσεις και θα με λερώσεις. Εμένα θα μου μείνει λίγο άσπρο στην άκρη των χειλιών μου, θα βγάλεις τη γλώσσα  σου και θα μου το καθαρίσεις. Θα έχει κρύο και τα χέρια μας θα είναι λίγο κόκκινα. Τα δικά σου θα είναι πιο ξερά απο τα δικά μου. Θα  κατέβουμε τη Rua Augusta, τα μαγαζιά θα είναι όλα κλειστά, θα την αγαπήσουμε χωρίς μαγαζιά που πάντα χαλάνε τα τοπία. Μόνο μερικές παστελαριες θα πετύχουμε την ώρα που θα ανοίγουν.  Θα κοιτάς τους αγουροξυπνημένους πορτογάλους, θα κοιτάω εσένα που κοιτάς, θα είσαι όμορφος , θα στο πω και θα πεις μια βλακεία γιατί θα ντρέπεσαι κάπως. Θα καθίσουμε και θα παραγγείλουμε καφέ. Θα μπεις μέσα να δεις τον ποιητή στα πλακάκια. Θα ξαναβγεις κι ο καφές θα έχει έρθει. Θα φάμε risois με καβούρι και γαρίδες, θα λέμε πόσο ταιριάζει με τον καφέ. Θα κοιταζόμαστε χαρούμενοι που βρεθήκαμε εκεί, με τη χαρά και την ανυπομόνησία εκείνου που δεν ξέρει τί ακριβώς θα κάνει αλλά με τη σιγουριά πως ότι κι αν κάνουμε θα περάσουμε τριαξονικά και δωδεκαβάλβιδα. Θα νυστάζουμε, θα πονάει το πόδι μου, θα θέλουμε να φιληθούμε αλά δε θα φιλιόμαστε. Δε μ' αρέσουν τα φιλιά στο δρόμο. Ποτέ δε μ' άρεσαν. Θα πληρώσουμε, θα σου μάθω πώς να λες obrigado θα σου λέω πως το -ο στην αρχή δεν ακούγεται και πολύ και πως πρέπει να σέρνεις το -a και πως το τελευταίο -ο πρέπει να το κάνεις να ακουστεί κάπως σαν -ου. Θα προσπαθήσεις αλλά δεν θα μπορείς να το πεις σωστά. Θα γελάσω και θα μπούμε στο 28 να πάμε στη Rua do Tijollo. Μόλις κλείσει η πόρτα θα είμαι η πιο δικιά σου και τότε μπορείς να με φιλήσεις υπερατλάντικα κι ατλαντικά. Θα με γαμήσεις και θα ξαναγίνει σεισμός σαν εκείνο του 1755 με τα 8,7 ρίχτερ, θα στρογγυλέψει όλη η πόλη κι όταν χύσουμε θα ξαναγίνει όπως ήταν. Θα χύσει όλη η Πορτογαλία μαζί μας, κι εκείνη την ώρα όλοι οι μπακαλιάροι του ατλαντικού θα βγουν στη στεριά, οι ψαράδες δεν θα πιστευουν στα μάτια τους, θα το γράψει η Diario de Noticias κι εμεις θα ξέρουμε πως προκαλέσαμε αυτό το φαινόμενο κι ύστερα κάθε φορά που χύνουμε θα τρέχουμε να αγοράσουμε εφημερίδα. Θα σε λέω αγάπη μου μέσα στο κρύο, θα αγκαλιαζόμαστε  σαν μπακαλιάροι, θα προσπαθώ να πω το όνομά σου κάνοντας το πρώτο γράμμα να μην ακούγεται πολύ, δεν θα μπορώ να το κάνω καλά κι ετσι θα σε λέω πάλι αγάπη μου. Θα περπατάμε όλη μέρα δισσεκατομμύρια χιλιόμετρα, δεν θα αφήσουμε ούτε μισό δρόμο  απάτητο, η λάμα στο πόδι μου θα σκουριάσει απο τον ωκεανό και την υγρασία, η οστεοπόρωση θα εξαφανιστεί και τα μαλλιά μου θα κάνουν σχέδια όταν θα φυσάει. Θα μου φιλάς το κεφάλι και θα σου λέω οτι το σύμπαν είναι πορτογάλος. Θα κοιτάω τά χέρια σου και θα σε ρωτάω αν ήταν και του παππού σου ολόιδια. Θα πεις ναι και θα τρέξουμε στο Tijollo II να μου τα χώσεις παντού. Θα ξαναβγαίνουμε και θα πίνουμε sagres σε πλαστικά ποτήρια. Θα ξαναλέμε όλα όσα έχουμε πει αλλά δεν τελειώνουν. Στο τέλος θα πάρουμε ενα λεωφορείο που μάλλον είναι το 202. Μετά δε λέω άλλο. Όταν επιστρέψουμε πάντως θα μπορώ να σου φιλήσω τους δυο ώμους  που με σηκώνουν. Και τους δυο ακούς; Και τους δύο.
1361888-1661977





Dr. Pancracio, Luís António Congo,  Eduardo Lança , A. Francisco de Paula Angard , Pedro da Silva Salles (Pad Zé),  José Rodrigues do Valle (Scicio), Pip, Dr. Caloiro,  Morris & Theodor, Diabo Azul,  Parry,  Gallião Pequeno, Accursio Urbano,  Cecília, José Rasteiro,  Tagus , Natal Mercury, Adolph Moscow,  Marvell Kisch,  Gabriel Keene,  Sableton-Kay,  Dr. Gaudêncio Nabos,  Nympha Negra,  Professor Trochee,  David Merrick,  Lucas Merrick, Willyam Links Esk,  Charles Robert Anon,  Horace James Faber, Navas,  Alexander Search, Charles James Search , Herr Prosit , Jean Seul de Méluret , Pantaleão, Torquato Mendes Fonseca da Cunha Rey, Gomes Pipa, Íbis, Joaquim Moura Costa, Faustino Antunes, A. Moreira, António Gomes, Vicente Guedes, Gervásio Guedes, Carlos Otto, Miguel Otto,Frederick Wyatt , Walter Wyatt , Alfred Wyatt, Bernardo Soares, António Mora, Sher Henay, Ricardo Reis, Alberto Caeiro, Álvaro de Campos, Barão de Teive, Maria José, Abílio Quaresma, Pero Botelho, fbeedee Pasha, Thomas Crosse, I.I. Crosse, A.A. Crosse, Fernando μου και Christian Ouli μου, ο καιρός που γιόρταζαν τα γενέθλιά σας δεν θα περάσει ποτέ.

quinta-feira

.

1469- 1524 (Ωδή και παρωδοί στη Λισαβόνα)


Φοράω τα καλά μου ρούχα για σένα  Λιζζμπο(ύ)α που ποτέ δεν θα σε πω όπως πρέπει.
Κάνω πρόβες όλη τη ζωή για να φωνάζω και να με ακούς.
Πώς να με ακούσεις αφού δεν είπα ποτέ σωστά το όνομά σου; 

Θυμάσαι την πρώτη φορά που σε βρήκα; Ζούσε ο Καμόες κι ο Άλβαρο κι οι εβδομηντατόσοι του.
Ζούσαν όλοι εκτός απο μένα.

Ανοίγω σελίδες, υπάρχει σφάλμα στη σελίδα, όχι, υπάρχει σφάλμα στους ανθρώπους, είστε σφάλμα,
γέροι, νέοι, γυναίκες, άντρες, πόδια, κατσαρόλες και πλατείες είστε σφάλμα.

Είστε μια ράγα κι εγώ το τραμ, είμαι όλη η Εστρελα, και η γραμμή   Martim Moniz, σας πατάω, σας ισοπεδώνω, σας λειαίνω, μου κόβετε το ρεύμα, βγαίνω απ' έξω, με βάζω στη μπρίζα και συνεχίζω να σας πατάω στις ανηφόρες, στις κατηφόρες.

Ξέρω τί παπούτσια πρέπει να φοράω όταν σε περπατάω Lisboa, εκεί έπρεπε να σπάσω τα πόδια μου, τη λεκάνη μου, τα χέρια μου κι όλα θα κολλούσαν πάλι, θα κολλούσαν χωρίς εγχείρηση, με σιρόπι απο pasteis de nata, θα κολλούσαν όλα, για σένα θα φορούσα το aircast όλο τον Αύγουστο Lisboa, θα το φούσκωνα και θα ίδρωνα με ατλαντικό ιδρώτα, η θάλασσα δεν είναι μπλε, την έχω βάλει σε ποτήρι και είδα την κοροϊδία της.

Ψέματα σας λένε οι ποιητές ρε μαλάκες δεν είναι μπλε, αρκεί να τη βάλετε σε ένα ποτήρι. Η θάλασσα είναι άσχημη. Μόνο ο ατλαντικός υπάρχει και όποιος τον προσβάλει και του πει πως είναι μπλε θα χει να κάνει μαζί μου. Γκρι είναι πάντα γκρι είναι οι σωστές θάλασσες, αυτές που λένε αλήθεια, τις βάζεις σε μπουκάλι και πάλι γκρι είναι κι εχουν μέσα φουστάνια με αίματα, παπούτσια του χορού, και σπασμένα γυάλινα ψαράκια, υπολλείματα απο batata frita  κύριε πρέσβη μας κακομαθαίνετε.

Εγώ σε ανακάλυψα Lisboa μόνη μου. Vasco da Gama ακούς; Βρήκες την Ινδία βλάκα κι εγώ πρόλαβα και βρήκα τη Λισαβόνα που δε γύρισες να την κοιτάξεις όταν έφευγες. Εϊμαι πιο Vasco da Gama απο σένα, κι oι γέφυρες έχουν τ' όνομά μου, δε σε χωνεύω κι αποκλείεται να έπινες κι εσύ φραπέ pastelaria στις τέσσερις το πρωί.  Vasco da Gama αυτό που βρήκες εσύ δεν το είχε χάσει κανείς, αυτό που βρήκα εγώ το είχαν χάσει όλοι οι άνθρωποι και δεν το ήξερε κανείς, ούτε κανείς ποτέ θα το μάθει.

Ψέματα, το ήξερε ένας που το είχε βρει λίγο πριν απο μένα κι ένας ακόμα που το έμαθε λίγο μετά απο μένα. Ναι σκάστε κατσαρόλες, πάλι γι αυτούς τους δυο θα πω, δεν έχω άλλους. ΕΚείνος που μου τα μαθε όλα, για να πάω να βρω τον άλλο να του τα μάθω όλα.

ΕΜείς είμαστε η Αγία Τριάδα, Vasco da Gama ζήτα συγνώμη απο τη Λισαβόνα τώρα. Λισαβόνα συγχώρεσέ όλους εκείνους που σε βάζουν σε κυριακάτικες εφημερίδες, συγχώρα τα λεωφορεία με τις διαφημήσεις TAP, συγχώρα όλους εκείνους που σε έμαθαν χωρίς να ξέρουν οτι είσαι ότι έλειπε πάντα. Κάντο για μένα, ή για κείνον, ή για κείνον! Έλα πες τους πως τους συγχωρείς μα δεν τους θέλεις κοντά σου. Μόνο εκείνον μη συγχωρείς. Ο κύριος μέγκατσάνελ τσίμας, στο μπραζιλέιρα, άλουστος μπροστά απο τον εκείνο που σας γαμάει όλους. Τσίμα αν σε βρω ποτέ στη Rua Augusta θα σε βάλω να φας όλον τον schwarzkopf  του κόσμου. Όλοι έξω αποδω, έξω, θα σας χώσω στην Prazeres γιατί είστε όλοι νεκροί.  Μην μας ενοχλείτε κι εγώ δεν θα σας ενοχλήσω το υπόσχομαι. Αφήστε με να κατεβαίνω μόνη την απότομη Rua do Alecrim και να σπαω τα οστά μου.

Ο απένταντι θέλει να μου πουλήσει ανατομικά παπούτσια σαραντατέσσερα ευρώ. Σκάσε χοντρέ φαρμακοποιέ, αντί να είσαι χαρούμενος που σου κάνουμε την τιμή να πουλάς ντακταρίν απέναντι απο τη μοναδική pastelaria που θα έχεις την ευκαιρία να δεις σε όλη τη ζωή σου, θέλεις να φας τα λεφτά μου. Μάθε πως όταν γινω καλά θα έρθω να σου ξεφουσκώσω την κοιλιά με το τακούνι μου.

 Δε με αφορά τίποτα και κανείς πια. Στρίβω και γράφω παράλληλα, σου παίρνω δώρα, να τώρα πάλι έρχονται τα γενέθλιά σας κι εγώ θέλω να σας γεμίσω με δώρα και τους δυο. Θέλω να χαρίσω τον έναν στον άλλο. Πρέπει να βρω τρόπο να το κάνω. Σταμάτα να μου φωνάζεις, κόβε ίσια φωνάζεις, αγάπα με ίσια φωνάζω εγώ.

Μια μέρα στο τέλος της Λισαβόνας θα έρθω και θα σου δώσω εκατό εσκούδος για να μου γράψεις την καλύτερη ταμπακαρία του κόσμου.

Λίγο μετά θα αποχαιρετήσω επίσημα, με χαρτιά και υπογραφές και sim τον κόσμο που έτσι κι αλλιώς μας είναι αχρείαστος.

                                                                                                                      Rua do Tsakalof
                                                                                                                     9/6/2011