sábado
Εγώ desassossego, εσύ desassossegeis;
segunda-feira
correspondência
Ανιάκι,
μου έγραψες ένα γράμμα και τα γράμματα δεν πρέπει να μένουν αναπάντητα, είναι η μεγαλύτερη αμαρτία που ξέρω. Μου έγραψες ένα γράμμα ενώ περίμενες στον λογιστή. Εγώ σου γράφω γράμμα σε τρειςχιλιάδεςεκατομμύριαδύο δόσεις. Από το δαιδαλώδες υπόγειο στο Θεαγένειο, εκεί που η ραδιενέργεια σχεδόν φαίνεται, από τη γωνία του σπιτιού με τους 32 βαθμούς απέναντι από τον ανεμιστήρα, από το μπαλκόνι που ξέρεις καλά, και σήμερα εδώ συννεφιασμένα θα τελειώσω αυτό το γράμμα αν και είναι απ' αυτά που δεν ξέρω καν αν αρχίζουν κι αν τελειώνουν. Ανιάκι ψηλό και όμορφο και πανέμορφο μισχάκι, σε έστειλα στη Λισαβόνα γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να γίνεις φίλη μου. Μας ένωσε η τόση κακασχήμια κι έτσι χρειαζόταν και μια δεκαπενταμορφιά για να μπορέσουμε να καταλαβιστούμε. Έχουμε πάει κι οι δυό σε πολλές πόλεις και ξέρουμε καλά πως η Λισαβόνα δεν είναι η πιο όμορφη του κόσμου. Α όχι δεν είναι. Δεν γίνεται να διαφωνήσω. Το Πόρτο είναι πιο όμορφο. Μα δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι οτι μόνο στη Λισαβόνα θα καταλάβαινες αυτό που έπρεπε να καταλάβεις, κι εγώ είχα άγχος αν θα το καταλάβεις και σκεφτόμουν τί θα κάνω και τί θα πω αν δεν το καταλάβεις, μα το κατάλαβες και σιγά που δεν θα το καταλάβαινες, και τότε σιγουρεύτηκα και όλο το άγχος έφυγε, γιατί μέχρι που πάτησες το ποδαράκι σου εκεί, όλα όσα μας ένωναν ήταν στενάχωρα. Βία και άγχος και φόβος και ναι φοβόμουν η βία να είναι το μοναδικό πράγμα που μας ενώνει. Ήθελα να μας ενώσει ομορφιά, και τσουπ έγινε κι αυτό. Πήγες καλοκαίρι, μου έστελνες καλοκαιρινές φωτογραφίες. Σε σκεφτόμουν να τριγυρνάς στους δρόμους που ξέρω σαν την παλάμη μου, σε σκεφτόμουν να γελάς κάθε φορά που θα συναντούσες κάτι για το οποίο σου είχα μιλήσει. Και γέλασα κι εγώ όταν μου έστειλες τις κάλτσες με τα Πεσσοάκια, το ίδιο γελούσα κάθε φορά που έβλεπα τη φάτσα του πάνω σε άσχετα αντικείμενα, φλυτζανάκια, βρακιά, πετσέτες κουζίνας, ακόμη και πιάστρες για να βγάζεις το ταψί από τον φούρνο. Κι εκείνο το απογευματόβραδο, μου έστειλες τη φιγούρα σου στη Rua dos Douradores κι εγώ σου έστειλα τη φωτογραφία μου από τη Rua dos Douradores, αυτήν που κρατάω δύο super bock στα χέρια μου, κάπως σα να σε περίμενα να πιούμε. Μου έστειλες τον ατλαντικό, έναν αγνώριστο καλοκαιρνινό ατλαντικό, σου έλεγα μπες μπες μπες μα δε μπήκες Ανιάκι κρυουλιάρικο, σου έλεγα μην τον φοβάσαι είναι Ιούνιος μπες μπες, εγώ έχω μπεί Νοέμβριο με κύματα και γκριζομαυρίλα, μπες μπες μα δε μπήκες και καλά έκανες γιατί αν έμπαινες δεν θα ήσουν Ανιάκι μάλλον. Ανιάκι μου έγραψες ένα γράμμα για το παρελθόν, εγώ σου γράφω για το παρόν και το μέλλον. Δύο εισητήρια με τα ονοματεπώνυμά μας θα κρατάμε, αα και τα διαβατήριά μας. Θα πάμε να σε ξεποδαριάσω, θα μπείς στον Ατλαντικό γιατί θα είσαι μαζί μου, θα σου συστήσω όλους τους γνωστούς, θα πιούμε καφέ στο μικροσκοπικό πάρκο της Rua Domingos Sequeira, θα βγάζεις υπέροχες φωτογραφίες εσύ κι εγώ παπαριές, θα πίνεις φλωρομαλακίες κι εγώ εξιακόσσιουςπενήνταεκατό καφέδες, θα σου δείξω όλα τα κρυφά μέρη, θα σου τραγουδήσω στο Fado Maior μετά που θα έχουμε καταβροχθίσει καμιά ψαρούκλα, θα βγάλουμε φουσκάλες από το περπάτημα, πέντε μέρες μόνο με ομορφιά μήπως ξεχάσουμε την κουραδία που μας ένωσε, γιατί κάθε φορά που σε κοιτάω και με κοιτάς, άνεξάρτητα από κάθε μικρό ή μεγάλο πράγμα που μας ενώνει, θα μας ενώνει πάντα η ατέλειωτη κακοποίηση, η ατέλειωτη βρωμιά.
Ανιάκι,
μικρή όμορφη κακοποιημένη αδερφή μου από άλλο μπαμπά κι άλλη μαμά, άσε τον κόσμο της οθόνης να ανήκει στην κουραδία, άσε τους αξιοθρήνητους κακοποιητές κρυμμένους στα υπόγειά τους να ξενυχτάνε μόνοι, ζεχνιάρηδες, ψάχνοντας τρόπο να μας βλάψουν, να μας κακοποιήσουν κι άλλο. Ανιάκι έχουμε την πραγματική ζωή, αυτή μας ανήκει, αυτήν δεν μπορεί να μας τη λερώσει κανείς. Είναι δική μας. Τα κρασιά μας στο μπαλκόνι, τα γέλια μας στον καναπέ μου, το τσίπουρο του παππού του Γ. τα ντοματίνια του μπαμπά μου, τα μηνύματά μας μέσα στη νύχτα, όλες οι καρδούλες που ανταλλάξαμε, εσύ να μπαίνεις πανέμορφη σε κάθε μέρος που τραγουδάω και να μου χαμογελάς και να σου χαμογελάω κι εγώ που ήρθες, και να θέλω να σε κοπανήσω ταυτόχρονα γιατί όλο σου λέω μην έρχεσαι κι εσύ έρχεσαι. Δεν έχουμε να κρύψουμε τίποτα Ανιάκι. Εμείς και τα ονοματεπώνυμά μας. Επώνυμες φίλες κι αδερφές, που μόλις γεννήθηκαν από μια σαπισμένη μήτρα γεμάτη σκατά κι εμετούς και σκουπίδια μα που κατάφεραν να βγούν στο φως, να λάμπουν, να στέκονται δυνατές, Ανιάκι αχ Ανιάκι, η ζωή είναι όλη δική μας γιατί δεν την εξευτελίζουμε, γιατί δεν προσποιηθήκαμε ποτέ οτι είμαστε άλλες, γιατί δεν φοβόμαστε να ζούμε κανονικές ζωές, γιατί δεν χρειάζεται να επινοήσουμε ψεύτικα δράματα, γιατί δεν παρακαλέσαμε ποτέ κανέναν να μας αγαπήσει, γιατί δεν κοιτάξαμε ποτέ η μία την άλλη με ζήλια, γιατί δεν ξέρουμε πώς είναι αυτό το βλέμα -κι αυτό το πληρώνουμε ακριβά.
Ανιάκι,
σου γράφω ένα φυσερό πρωί Αυγούστου μέσα στην πιο μεγάλη στεναχώρια της ζωής μου, γνωρίζοντας όσο ποτέ την αξία της μίας και μοναδικής ζωής που υπάρχει. Της πραγματικής. Τόσο πραγματικής που περιλαμβάνει όλα αυτά που οι κουραδοποιημένοι κακοποιητές μας δεν έχουν κάνει ποτέ. Ανιάκι, ξύπνησα νωρίς, φίλησα το πανέμορφο αληθινό αγόρι μου που έφυγε για τη δουλειά, και κάθισα να σου γράψω με μπουκωμένη μύτη από τα κλάματα. Τώρα θα μαγειρέψω αληθινό φαγητό, θα καθαρίσω το αληθινό μου σπίτι, θα σου στείλω αυτό το αληθινό γράμμα, θα ετοιμαστώ για την αληθινή μου πρόβα, θα μαγειρέψω αληθινό φαγητό, θα κλάψω με αληθινά δάκρυα, θα βιώσω τους αληθινούς μου πόνους, θα ζήσω άλλη μία μέρα μια αληθινή ζωή με αληθινούς ανθρώπους με αληθινό ονοματεπώνυμο.
η φίλη κι αδερφή σου από άλλο μπαμπά κι άλλη μαμά,
Λίνα Πάβλοβα Σωπιάδου Αντουανέτα Φαμ Σκατάλ...
όλη δική σου και δική της
quinta-feira
30-trianta- trinta
segunda-feira
/24/
Το πρώτο δωμάτιο
Rua dos Bacalhoeiros.
Με θέα στον rio Teijo.
Τα πόδια μου στη Rua d'Alfandega
Η πρώτη φορά που πλησίασα τη rua dos douradores
τα πόδια μου έτρεμαν
η ζωή περνάει από τη rua dos douradores
εγώ περνάω από τη rua dos douradores
η ζωή μου πέρασε απο εκεί,
ήταν νοέμβριος και 30
όπως και σήμερα
όπως και το 1935
που το συκώτι σου άφησε τη rua dos douradores
κι εγώ ταχυπαλμήθηκα
και στεκόμουν κάτω από τη μαρμάρινη επιγραφή
και δεν πίστευα πως
η rua dos douradores υπάρχει.
Δεν πίστευα πως υπάρχω
υπήρχα όμως
μικρή, χαζή, ταχυπαλμούσα
αυτοδαρμένη και κλαμένη
η rua dos douradores είναι γεμάτη κουτσουλιές
κι εγώ τις κοιτάω
κουράδες και κουτσουλιές.
όλη η ζωή
κουράδες και κουτσουλιές όλη η ζωή
όλες οι κουράδες και όλες οι κουτσουλιές
περνάνε από τη rua dos douradores
το συκώτι σου πέρασε δίπλα από μία κουτσουλιά
το είδα κουραδιασμένο
πέρασε
ανηφόρισε
έστριψε στη rua da santa justa
έκανε τη διαδρομή μέχρι το st. louis hospital
στην στροφή κοντοστάθηκε
πάω να πεθάνω είπε
πέθανε
πέθανες
πέθαναν τόσοι ποιητές μαζί σου
μείναμε κουραδορφανοί
85 χρόνια τώρα
κουτσουλιαζόμαστε χωρίς εσένα
δεν είναι ωραία
όχι δεν είναι
terça-feira
80
sexta-feira
quinta-feira
domingo
345
quarta-feira
segunda-feira
Dr. Pancracio, Luís António Congo, Eduardo Lança , A. Francisco de Paula Angard , Pedro da Silva Salles (Pad Zé), José Rodrigues do Valle (Scicio), Pip, Dr. Caloiro, Morris & Theodor, Diabo Azul, Parry, Gallião Pequeno, Accursio Urbano, Cecília, José Rasteiro, Tagus , Natal Mercury, Adolph Moscow, Marvell Kisch, Gabriel Keene, Sableton-Kay, Dr. Gaudêncio Nabos, Nympha Negra, Professor Trochee, David Merrick, Lucas Merrick, Willyam Links Esk, Charles Robert Anon, Horace James Faber, Navas, Alexander Search, Charles James Search , Herr Prosit , Jean Seul de Méluret , Pantaleão, Torquato Mendes Fonseca da Cunha Rey, Gomes Pipa, Íbis, Joaquim Moura Costa, Faustino Antunes, A. Moreira, António Gomes, Vicente Guedes, Gervásio Guedes, Carlos Otto, Miguel Otto,Frederick Wyatt , Walter Wyatt , Alfred Wyatt, Bernardo Soares, António Mora, Sher Henay, Ricardo Reis, Alberto Caeiro, Álvaro de Campos, Barão de Teive, Maria José, Abílio Quaresma, Pero Botelho, fbeedee Pasha, Thomas Crosse, I.I. Crosse, A.A. Crosse, Fernando μου και Christian Ouli μου, ο καιρός που γιόρταζαν τα γενέθλιά σας δεν θα περάσει ποτέ.
quinta-feira
.
Φοράω τα καλά μου ρούχα για σένα Λιζζμπο(ύ)α που ποτέ δεν θα σε πω όπως πρέπει.
Κάνω πρόβες όλη τη ζωή για να φωνάζω και να με ακούς.
Πώς να με ακούσεις αφού δεν είπα ποτέ σωστά το όνομά σου;
Θυμάσαι την πρώτη φορά που σε βρήκα; Ζούσε ο Καμόες κι ο Άλβαρο κι οι εβδομηντατόσοι του.
Ζούσαν όλοι εκτός απο μένα.
Ανοίγω σελίδες, υπάρχει σφάλμα στη σελίδα, όχι, υπάρχει σφάλμα στους ανθρώπους, είστε σφάλμα,
γέροι, νέοι, γυναίκες, άντρες, πόδια, κατσαρόλες και πλατείες είστε σφάλμα.
Είστε μια ράγα κι εγώ το τραμ, είμαι όλη η Εστρελα, και η γραμμή Martim Moniz, σας πατάω, σας ισοπεδώνω, σας λειαίνω, μου κόβετε το ρεύμα, βγαίνω απ' έξω, με βάζω στη μπρίζα και συνεχίζω να σας πατάω στις ανηφόρες, στις κατηφόρες.
Ξέρω τί παπούτσια πρέπει να φοράω όταν σε περπατάω Lisboa, εκεί έπρεπε να σπάσω τα πόδια μου, τη λεκάνη μου, τα χέρια μου κι όλα θα κολλούσαν πάλι, θα κολλούσαν χωρίς εγχείρηση, με σιρόπι απο pasteis de nata, θα κολλούσαν όλα, για σένα θα φορούσα το aircast όλο τον Αύγουστο Lisboa, θα το φούσκωνα και θα ίδρωνα με ατλαντικό ιδρώτα, η θάλασσα δεν είναι μπλε, την έχω βάλει σε ποτήρι και είδα την κοροϊδία της.
Ψέματα σας λένε οι ποιητές ρε μαλάκες δεν είναι μπλε, αρκεί να τη βάλετε σε ένα ποτήρι. Η θάλασσα είναι άσχημη. Μόνο ο ατλαντικός υπάρχει και όποιος τον προσβάλει και του πει πως είναι μπλε θα χει να κάνει μαζί μου. Γκρι είναι πάντα γκρι είναι οι σωστές θάλασσες, αυτές που λένε αλήθεια, τις βάζεις σε μπουκάλι και πάλι γκρι είναι κι εχουν μέσα φουστάνια με αίματα, παπούτσια του χορού, και σπασμένα γυάλινα ψαράκια, υπολλείματα απο batata frita κύριε πρέσβη μας κακομαθαίνετε.
Εγώ σε ανακάλυψα Lisboa μόνη μου. Vasco da Gama ακούς; Βρήκες την Ινδία βλάκα κι εγώ πρόλαβα και βρήκα τη Λισαβόνα που δε γύρισες να την κοιτάξεις όταν έφευγες. Εϊμαι πιο Vasco da Gama απο σένα, κι oι γέφυρες έχουν τ' όνομά μου, δε σε χωνεύω κι αποκλείεται να έπινες κι εσύ φραπέ pastelaria στις τέσσερις το πρωί. Vasco da Gama αυτό που βρήκες εσύ δεν το είχε χάσει κανείς, αυτό που βρήκα εγώ το είχαν χάσει όλοι οι άνθρωποι και δεν το ήξερε κανείς, ούτε κανείς ποτέ θα το μάθει.
Ψέματα, το ήξερε ένας που το είχε βρει λίγο πριν απο μένα κι ένας ακόμα που το έμαθε λίγο μετά απο μένα. Ναι σκάστε κατσαρόλες, πάλι γι αυτούς τους δυο θα πω, δεν έχω άλλους. ΕΚείνος που μου τα μαθε όλα, για να πάω να βρω τον άλλο να του τα μάθω όλα.
ΕΜείς είμαστε η Αγία Τριάδα, Vasco da Gama ζήτα συγνώμη απο τη Λισαβόνα τώρα. Λισαβόνα συγχώρεσέ όλους εκείνους που σε βάζουν σε κυριακάτικες εφημερίδες, συγχώρα τα λεωφορεία με τις διαφημήσεις TAP, συγχώρα όλους εκείνους που σε έμαθαν χωρίς να ξέρουν οτι είσαι ότι έλειπε πάντα. Κάντο για μένα, ή για κείνον, ή για κείνον! Έλα πες τους πως τους συγχωρείς μα δεν τους θέλεις κοντά σου. Μόνο εκείνον μη συγχωρείς. Ο κύριος μέγκατσάνελ τσίμας, στο μπραζιλέιρα, άλουστος μπροστά απο τον εκείνο που σας γαμάει όλους. Τσίμα αν σε βρω ποτέ στη Rua Augusta θα σε βάλω να φας όλον τον schwarzkopf του κόσμου. Όλοι έξω αποδω, έξω, θα σας χώσω στην Prazeres γιατί είστε όλοι νεκροί. Μην μας ενοχλείτε κι εγώ δεν θα σας ενοχλήσω το υπόσχομαι. Αφήστε με να κατεβαίνω μόνη την απότομη Rua do Alecrim και να σπαω τα οστά μου.
Ο απένταντι θέλει να μου πουλήσει ανατομικά παπούτσια σαραντατέσσερα ευρώ. Σκάσε χοντρέ φαρμακοποιέ, αντί να είσαι χαρούμενος που σου κάνουμε την τιμή να πουλάς ντακταρίν απέναντι απο τη μοναδική pastelaria που θα έχεις την ευκαιρία να δεις σε όλη τη ζωή σου, θέλεις να φας τα λεφτά μου. Μάθε πως όταν γινω καλά θα έρθω να σου ξεφουσκώσω την κοιλιά με το τακούνι μου.
Δε με αφορά τίποτα και κανείς πια. Στρίβω και γράφω παράλληλα, σου παίρνω δώρα, να τώρα πάλι έρχονται τα γενέθλιά σας κι εγώ θέλω να σας γεμίσω με δώρα και τους δυο. Θέλω να χαρίσω τον έναν στον άλλο. Πρέπει να βρω τρόπο να το κάνω. Σταμάτα να μου φωνάζεις, κόβε ίσια φωνάζεις, αγάπα με ίσια φωνάζω εγώ.
Μια μέρα στο τέλος της Λισαβόνας θα έρθω και θα σου δώσω εκατό εσκούδος για να μου γράψεις την καλύτερη ταμπακαρία του κόσμου.
Λίγο μετά θα αποχαιρετήσω επίσημα, με χαρτιά και υπογραφές και sim τον κόσμο που έτσι κι αλλιώς μας είναι αχρείαστος.
Rua do Tsakalof
9/6/2011
domingo
